- αὐλητικά
- αὐλητικόςofneut nom/voc/acc plαὐλητικά̱ , αὐλητικόςoffem nom/voc/acc dualαὐλητικά̱ , αὐλητικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.